Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μείωση η [míosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μειώνω. 1. ελάττωση. ANT αύξηση: ~ του αριθμού των γεννήσεων / των θανάτων. ~ του πληθυσμού μιας χώρας / της παραγωγής. ~ μισθών / εισοδήματος. 2. υποτίμηση, προσβολή κάποιου: Hθική ~. 3. (βιολ.) τύπος κυτταρικής διαίρεσης κατά την οποία τα θυγατρικά κύτταρα έχουν το μισό αριθμό χρωματοσωμάτων από τα πατρικά.
[λόγ. < αρχ. μείω(σις) -ση]