Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μείον [míon] επίρρ. : με επιρρηματική ή άλλη λειτουργία. I1α. με αιτιατική ουσιαστικού που εκφράζει ποσό, για να δηλώσει αυτό που μένει αφού αφαιρεθεί το ποσό που προσδιορίζει. ANT συν: Θα σου στοιχίσει χίλιες δραχμές ~ τα έξοδα μεταφοράς, αν αφαιρεθούν τα έξοδα. Παίρνει είκο σι χιλιάδες το μήνα ~ τις κρατήσεις / ~ οι κρατήσεις. β. (έκφρ.) είμαι ~, τα έξοδά μου είναι περισσότερα από τα έσοδα: Aυτό το μήνα είμαι ~ είκοσι χιλιάδες. το ταμείον είναι ~, δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα. αισθάνομαι / νιώθω ~, αισθάνομαι, πιστεύω ότι είμαι σε μειονεκτική θέση, ότι μειονεκτώ. 2. (ως ουσ.) τα μείον, τα πλην, τα μειονεκτήματα. ANT τα συν: Tο γεγονός ότι βλέπει στον ακάλυπτο είναι σίγουρα ένα από τα ~ του διαμερίσματος. Πρέπει να ζυγίσει τα ~ και τα συν μιας τέτοιας μετάθεσης. II1. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της αφαί ρεσης (- )· πλην. ANT συν: Πέντε ~ δύο ίσον τρία. 2. για ενδείξεις μικρότερες από το μηδέν· πλην. ANT συν: α. (μαθημ.): Οι αρνητικοί αλγεβρικοί αριθμοί συμβολίζονται με (το) ~. β. για θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν· πλην. ANT συν: Tο θερμόμετρο έφτασε στους ~ δέκα βαθμούς Kελσίου.
[λόγ.: I1: αρχ. επίρρ. μεῖον ουδ. του συγκρ. μείων `μικρότερος΄ του επιθ. μικρός· I2: σημδ. αγγλ. minus· II: σημδ. γαλλ. moins]
- μειονέκτημα το [mionéktima] Ο49 : κάθε στοιχείο, ιδίως ελάττωμα, ατέλεια ή έλλειψη, που κάνει κπ. ή κτ. να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση ή κατώτερη θέση σε σύγκριση με κπ. ή κτ. άλλο. ANT πλεονέκτημα: Σπίτι με πολλά μειονεκτήματα. Tο αυτοκίνητο αυτό είναι καλό, έχει όμως το ~ ότι σπανίζουν τα ανταλλακτικά του. Kύριο / σοβαρό / ασήμαντο ~. Είναι ~ να μένεις μακριά από τη δουλειά σου.
[λόγ. < ελνστ. μειονέκτημα]
- μειονεκτικός -ή -ό [mionektikós] Ε1 : που έχει ένα ή πολλά μειονεκτήμα τα. ANT πλεονεκτικός: Είναι κάποιος σε μειονεκτική θέση / κατάσταση. ~ άνθρωπος.
μειονεκτικά ΕΠIΡΡ: Aισθάνεται ~ γιατί δεν έχει σπουδάσει. [λόγ. < ελνστ. μειονεκτικός `διατεθειμένος να πάρει πολύ λίγο΄ με αλλ. της σημ. κατά το μειονεκτώ]
- μειονεκτικότητα η [mionektikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μειονεκτικός. ANT πλεονεκτικότητα. || (ψυχ.): Συναίσθημα / σύμπλεγμα μειονεκτικότητας.
[λόγ. μειονεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- μειονεκτώ [mionektó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε χειρότερη κατάσταση ή κατώτερη θέση σε σύγκριση με κπ. ή κτ. άλλο. ANT πλεονεκτώ: Σε μία ιδανική κοινωνία ισότητας κανένα από τα μέλη της δε μειονεκτεί έναντι των άλλων. ~ σε κτ. || (για πργ.) είμαι χειρότερος: Πολλά ελληνικά προϊόντα σε τίποτα δε μειονεκτούν ως προς τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
[λόγ. < αρχ. μειονεκτῶ `έχω πολύ λίγο, είμαι κατώτερος΄]
- μειονεξία η [mioneksía] Ο25 : η μειονεκτικότητα.
[λόγ. < αρχ. μειονεξία `το να πάρει κάποιος λιγότερο από το σωστό΄ με αλλ. της σημ. κατά το μειονεκτώ]
- μειονότητα η [mionótita] Ο28 : 1. τμήμα, συνήθ. μικρό, του πληθυσμού ενός κράτους ή γενικά μιας χώρας, του οποίου τα μέλη διαφέρουν σε ορισμένο στοιχείο (φυλή, γλώσσα, θρησκεία κτλ.) από τον υπόλοιπο πληθυσμό: Εθνική / θρησκευτική ~. Δικαιώματα / καταπίεση / προστασία των μειονοτήτων. H μουσουλμανική ~ της Θράκης. H ελληνική ~ της Aλβανίας. 2. (σπάν.) μειοψηφία3.
[λόγ. μείον -ότης > -ότητα κατά το αντ. πλειονότης (δες πλειονότητα) μτφρδ. γαλλ. minorité]
- μειονοτικός -ή -ό [mionotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μειονότητα και ιδίως ανήκει σε αυτήν: ~ πληθυσμός. Mειονοτικά σχολεία.
[λόγ. μειονότ(ης) (δες στο μειονότητα) -ικός]
- μειονοψηφία η [mionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η μειοψηφία.
[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
- μειονοψηφώ [mionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) μειοψηφώ.
[λόγ. μειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]