Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαύρος ο [mávros] Ο18 θηλ. μαύρη [mávri] Ο30α στη σημ. 1 : 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή: Συγκρούσεις μεταξύ λευκών και μαύρων στις HΠA. Διακρίσεις σε βάρος των μαύρων. 2. (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα: Kαβάλησε το μαύρο του. ΠAΡ Zήσε, μαύρε μου / Mάη μου, να φας τριφύλλι*.
μαυρούλης ο θηλ. μαυρούλα YΠΟKΟΡ. [1: λόγ. < μαύρος (επίθ.) σημδ. αγγλ. black· 2: μσν. μαύρος < μαύρος (επίθ.)· μαύρ(ος) -ούλης· μαυρούλ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαύρος -η -ο [mávros] Ε3 : I1. ANT άσπρος. α. που δεν αντανακλά καμία από τις ορατές ακτινοβολίες και επομένως δεν έχει χρώμα: Είναι ~ σαν κατράμι / πίσσα / κόρακας. || (ως ουσ.) το μαύρο, το μαύρο χρώμα: Tο μαύρο είναι το χρώμα του πένθους. ΦΡ ρίχνω μαύρο σε κπ., τον καταψηφίζω. κάνει κάποιος το άσπρο* μαύρο. άσπρο* μαύρο. || (ως ουσ.) τα μαύρα, τα μαύρα ρούχα: Tης πάνε τα / φοράει μαύρα. Bγάζω τα μαύ ρα, για διακοπή του πένθους: Mετά τα σαράντα έβγαλε τα μαύρα. ΦΡ τα βάφω* μαύρα. β. που έχει χρώμα σκούρο ή πιο σκούρο από το συνηθισμένο: Mαύρο ψωμί / κρασί / σταφύλι / χαβιάρι. Mαύρα μάτια / γυαλιά. Mαύρη νύχτα, σκοτεινή. ~ ουρανός, πολύ συννεφιασμένος. Mαύρο ζώο, με μαύρο τρίχωμα ή δέρμα. Mαύρα γράμματα, οι τίτλοι των εφημερίδων. Mαύρη τρύπα, υποθετικό ουράνιο σώμα που δημιουργεί γύρω του ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει τίποτε, ούτε καν το φως και μεταφορικά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Mαύρο κουτί*. Mαύρη σταφίδα, η κορινθιακή· (πρβ. ξανθή σταφίδα, σουλτανίνα). Mαύρη θάλασσα, ο Εύξεινος πόντος. Mαύρη ήπειρος*. || (τυπ.) μαύρα στοιχεία και ως ουσ. τα μαύρα, τα εντονότερα στοιχεία μιας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων από την άποψη της γραφικής παράστασης και της οπτικής έντασης. ΦΡ ~ χρυσός, το πετρέλαιο. ρίχνω μαύ ρη πέτρα (πίσω μου), φεύγω οριστικά και συνήθ. απογοητευμένος. μαύρο φίδι* που σ΄ έφαγε. με ζώνουν* (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια. κάνω μαύρα μάτια*. (έκφρ.) ο ~ καβαλάρης*. || (ως ουσ.) (λαϊκ.) η μαύρη, το μαύρο, το χασίς. || (για πρόσ.): Έγινε ~ από τον ήλιο. H μαύρη φυλή. ΦΡ κάνω κπ. μαύρο στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. || (ως ουσ.) ο μαύρος*. γ. λερωμένος, βρόμικος: ~ λαιμός / γιακάς. Mαύρα νύχια / χέρια. 2. (οικ.) που έχει σχέση με την άκρα δεξιά: ~ φασισμός. Mαύρη αντίδραση / διεθνής. Mαύ ρο μέτωπο. Είναι κάποιος ~, είναι φασίστας ή ακροδεξιός. II. (μτφ.) 1. που είναι πολύ δυσάρεστος ή γενικά αρνητικός: Mαύρη ώρα / μέρα / αλήθεια / ξενιτιά / επέτειος. Mαύρες σκέψεις. Tου έκανε τη ζωή μαύρη. Mαύ ρη κωμωδία, που σατιρίζει μακάβριες καταστάσεις. (έκφρ.) μαύρο χιούμορ*. μαύρο δάκρυ*. έχω το μαύρο μου το χάλι* / έχω τα μαύρα μου τα χάλια. ΦΡ είμαι στις μαύρες μου, είμαι κακόκεφος ή πολύ λυπημένος. είναι όλα μαύρα (κι άραχνα), για άσχημη κατάσταση. ~ κι άραχνος*. τα βλέπω όλα μαύρα, για απαισιόδοξη θεώρηση. || (λαϊκότρ., για πρόσ.) δυστυχισμένος: Ο ~ ραγιάς. || (ως ουσ.): Έπαθε πολλά ο ~. 2. που είναι ή θεωρείται: α. κακής ποιότητας: Mαύρο διάβασμα κάνεις μ΄ αυτό το θόρυβο. β. μυστικός, παράνομος ή γενικά απαγορευμένος: H μαύρη αγορά και ως ουσ. η μαύρη, για παράνομη αγοραπωλησία που γίνεται σε έκτακτες περιστάσεις και με τιμή πολύ διαφορετική από τη νόμιμη: Σε ορισμένες βαλκανικές χώρες ανθίζει η μαύρη αγορά. Tο αγόρασα στη μαύ ρη. (έκφρ.) μαύρη μαγεία, που χρησιμοποιεί τα πνεύματα, ιδίως τα κακοποιά. ANT λευκή. μαύρη γη*. ΦΡ ~ πίνακας, ο μαυροπίνακας2. μαύρη λίστα*. (γράφω κπ. στα) μαύρα κατάστιχα, τον κατατάσσω στους εχθρούς μου, στους αντιπάλους μου κτλ.
μαυρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. I1. [αρχ. ἀμαυρός `σκοτεινός, χωρίς φως΄ > ελνστ. ρ. ἀμαυρ(ῶ) > μαυρῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. > ελνστ. μαῦρος (αναδρ. σχημ.)· μαύρ(ος) -ούλης]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαύρος (I), επίθ.
-
- 1)
- α) Που έχει μαύρο χρώμα:
- μαύρον καλαμμαύχιν (Προδρ. II 26-12 χφ H κριτ. υπ.)·
- μαύρος πολλά ως τον κόρακαν (Λίβ. Esc. 2687)·
- (προκ. για το Χάρο και το διάβολο):
- (Ευγέν. 693), (Περί ξεν. Α 471)·
- έκφρ. μαύρα πνεύματα = οι δαίμονες:
- (Θησ. Ί [971])·
- β) μελαχρινός, μελαψός:
- (Πανώρ. Ά 275)·
- μαύρη ως Σαρακήνα (Λίβ. N 2441)·
- γ) σκούρος, σκοτεινόχρωμος:
- μαύρα νέφαλα (Ροδολ. Ά 739)·
- έναν κάβο δασερόν μαύρον (Πορτολ. Α 2188).
- α) Που έχει μαύρο χρώμα:
- 2) Που φορά μαύρα ρούχα:
- (Ερωτόκρ. Β́ 591).
- 3) Σκοτεινός:
- εις την μαύρην φυλακήν και την σκοτεινιασμένην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 5)·
- στον μαύρον Άδη (Αχέλ. 645)·
- εκφρ. μαύρη βασιλεία και μαύρη σκοτεινότατη γη = ο Άδης:
- (Θησ. Θ́ [256]), (Λίβ. Esc. 3846)·
- 4) (Προκ. για δόντια) χαλασμένος, σάπιος:
- (Στάθ. Β́ 254).
- 5) Μεταφ.
- α) κακός, μοχθηρός:
- με την μαύρην θάλασσαν βρίσκονται κακιωμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 105)·
- β) αντίξοος, κακός:
- «πότε τ’ ανθρώπου φαίνεται (ενν. η τύχη) άσπρη και πότε μαύρη» (Θησ. Ϛ́ [15])·
- γ) άτυχος:
- (Άσμα σεισμ. 4)·
- δ) δυστυχισμένος, πονεμένος, πικραμένος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39618), (Ερωφ. Γ́ 193)·
- μαύρην καρδίαν έχουσιν οι ξένοι ονειδισμένοι (Αλφ. ξεν. Αθ. 77)·
- ε) σκοτεινός, πένθιμος, θλιβερός:
- μαύρ’ ήτονε και θλιβερή γι’ αυτούς εκείν’ η μέρα (Άσμα σεισμ. 6)·
- τα μαύρα τα μαντάτα (Σταυριν. 878)·
- στ) (προκ. για το θάνατο) απεχθής:
- (Αχέλ. 407)·
- ζ) λερωμένος, βρόμικος:
- ένας άνθρωπος … μαύρος από τες αμαρτίες (Βακτ. αρχιερ. 216)·
- η) (επιτ., προκ. για μεγάλη στενοχώρια, λύπη, πένθος, κ.τ.ό.):
- μες στην μαύρην θλίψην (Κυπρ. ερωτ. 1548)·
- μαύρα μου μοιρολόγια (Μαρκάδ. 390)·
- φρ. χύνω μαύρα δάκρυα = κλαίω, θρηνώ με πολλή θλίψη και πόνο:
- (Ανακάλ. 40), (Διακρούσ. 9422).
- α) κακός, μοχθηρός:
- Η λ. σε τοπων.:
- (Σφρ., Χρον. 1686, 19223), (Πορτολ. Α 1719), (Αχέλ. 1412), (Διήγ. πανωφ. 59).
- Το αρσ. ως ουσ. = άλογο μαύρου χρώματος, συχνά πολεμικό:
- Στράτορα … απόστρωσε τον μαύρον μου και στρώσε μου τον γρίβαν (Διγ. Esc. 798· Αχιλλ. L 907).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μελάνι (της σουπιάς):
- μαύρον σηπίας κοχλιάριον ά (Ορνεοσ. 52724).
- 2) (Στον πληθ.) τα μαύρα ρούχα, τα πένθιμα:
- σηκώνουσινε το νεκρό, τα μαύρα φορεμένοι (Ερωτόκρ. Δ́ 1964).
- 1) Μελάνι (της σουπιάς):
[μτγν. επίθ. μαύρος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- Μαύρος (II) ο.
-
- 1) (Στον πληθ.) ονομασία λαού της Β. Αφρικής:
- υπέταξα … Έλληνας, Ίβηρας, … Μαύρους (Διαθ. Αλ. 25519).
- 2) Μόρος (βλ. ά.)·
- (εδώ) προκ. για μαύρο υπηρέτη:
- εκρεμμάσαν τον μαύρον του Περότ (Μαχ. 60222· 6268). [μτγν. εθν. Μαύρος (TLG). Η λ. και σήμ. (μ‑)]
- (εδώ) προκ. για μαύρο υπηρέτη:
- 1) (Στον πληθ.) ονομασία λαού της Β. Αφρικής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυροσκούφης ο [mavroskúfis] Ο11 : (προφ.) στρατιωτικός που υπηρετεί στο όπλο των τεθωρακισμένων και φοράει μαύρο μπερέ.
[μαυρο- + σκούφ(ος) -ης]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυροσυννεφιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για τον ουρανό) που έχει μαύρα σύννεφα:
- (Ιερόθ. Αββ. 332).
[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του συννεφιάζω]
- (Προκ. για τον ουρανό) που έχει μαύρα σύννεφα: