Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊμού η [maimú] Ο37 : 1. είδος μικρού πιθήκου με μακριά ουρά: Mόλις ο γύφτος χτύπησε το ντέφι, η ~ άρχισε να χορεύει. Είναι κάποιος άσχημος σαν ~. Πρόσωπο σαν της μαϊμούς τον κώλο, πολύ κόκκινο. 2. (μτφ.) α. για παιδί, ιδίως κορίτσι, έξυπνο και χαριτωμένο: Είσαι μια ~ εσύ· όλα τα ξέρεις! β. για πονηρό ή κακό άνθρωπο: Δε θέλω να έχω σχέσεις μ΄ αυτή τη ~. γ. για κακή και παράνομη απομίμηση βιομηχανικού προϊόντος: Aυτοκίνητο / ρολόι ~.
μαϊμουδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2α. μαϊμουδίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2α. [μσν. μαϊμού < αραβ. maymūn (δες και στο -ού 4)· μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαϊμού η.
-
- Πίθηκος:
- την μαϊμού, το μίμηστρον, το παίγνιον του κόσμου (Διήγ. παιδ. 37).
- Η λ. και τ. μαμού και μιαμού ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 12612 και κριτ. υπ.), (Φορτουν. Β́ 440).
[<τουρκ. maymun <αραβ. maymūn (βλ. και Καραποτόσογλου 1991: 315 σημ. 72). Όχι πιθ. να πρόκ. για αντιδ. (πβ. μτγν. ουσ. μιμώ, TLG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Πίθηκος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊμουδίζω [maimuδízo] Ρ2.1α : μιμούμαι κπ. ή κτ. έτσι ώστε η σχετική ενέργεια να μην έχει προσωπικό χαρακτήρα· πιθηκίζω: Nεόπλουτος που μαϊμουδίζει τη ζωή της αριστοκρατίας. Tο παιδί παίζει μαϊμουδίζοντας τις πράξεις των μεγάλων.
[λόγ. μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίζω μτφρδ. γαλλ. singer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊμούδισμα το [maimúδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαϊμουδίζω· πιθηκισμός.
[μαϊμουδισ- (μαϊμουδίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαϊμούνα η,
- βλ. μούνα.