Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχητικός -ή -ό [maxitikós] Ε1 : α. που χαρακτηρίζεται από διάθεση για αγώνα· αγωνιστικός: Mαχητική νοοτροπία / διάθεση. Tα αριστερά κόμμα τα φιλοδόξησαν να γίνουν η μαχητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης. ~ άνθρωπος. β. που έχει σχέση γενικά με τον πόλεμο· πολεμικός: H μαχητική ικανότητα ενός στρατεύματος. (στρατ.) Mαχητικό αεροπλάνο, το καταδιωκτικό. μαχητικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. α.

[λόγ. < αρχ. μαχητικός `κατάλληλος για μάχη΄ (στρατ.: σημδ. αγγλ. combat)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες