Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχητής ο [maxitís] Ο7 : 1. ο πολεμιστής: Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές. 2. αυτός που αγωνίζεται για κτ., ιδίως για ορισμένο ιδανικό ή ιδεολογία· αγωνιστής: Ένας ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας / του δημοτικισμού.

[λόγ. < αρχ. μαχητής]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχητής ο· μαχήτης.
  • Πολεμιστής:
    • (Αχέλ. 1581).

[αρχ. ουσ. μαχητής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες