Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαιροβγάλτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαιροβγάλτης ο [maxerovγáltis] Ο10 : αυτός που συνηθίζει να χρησιμοποιεί μαχαίρι εναντίον άλλων.

[μσν. *μαχαιροβγάλτης (πρβ. μσν. μαχαιροεβγάλτης) < μαχαίρ(ι) -ο- + βγαλ- (βγάζω) -της]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαιροβγάλτης ο· μαχαιροεβγάλτης.
  • Κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς:
    • κρασοπινάς, … μαχαιροεβγάλτης (Συναδ. φ. 21v).

[<ουσ. μαχαίρι + βγάλ‑ (βγάνω) + κατάλ. ‑της. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες