Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαίρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαίρωμα το [maxéroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαχαιρώνω. 1. χτύπημα με μαχαίρι: Kαβγάδες που συχνά καταλήγουν σε μαχαιρώματα. 2. (μτφ.) για βλάβη συνήθ. ηθική: Συντροφικά μαχαιρώματα μεταξύ των στελεχών του κόμματος.

[μαχαιρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες