Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαχαίριον το· μαχαίρι· μαχαίριν.
-
- 1) Μαχαίρι:
- (Γλυκά, Στ. 146), (Ερωτόκρ. Γ́ 446)·
- (σε μεταφ. προκ. για έντονο συναίσθημα):
- σ’ επλήγωσε της θλίψης το μαχαίρι (Φαλιέρ., Ρίμ. 2)·
- οργής μαχαίριν δίστομον (Λίβ. Esc. 1951· Πανώρ. Β́ 90).
- 2) (Μεταφ.)
- α) ψυχικός πόνος, βάσανο:
- (Ερωφ. Γ́ 315)·
- β) έγνοια, ανησυχία:
- Βενετιά …, μαχαίρι στους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56721)·
- γ) οξύτητα, αυστηρότητα:
- το δικαιότατον μαχαίρι της μιλιάς της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1283]).
- α) ψυχικός πόνος, βάσανο:
- Έκφρ.: του μαχαιρίου = μαχαιροβγάλτης, κακούργος:
- (Χρον. τόκκων 3550).
- Φρ.
- 1) Βάνω κάπ. στο μαχαίρι, βλ. βάνω I40β.
- 2) Λαμβάνω (το) μαχαίρι, βλ. λαμβάνω Φρ. 24.
[αρχ. ουσ. μαχαίριον. Ο τ. ‑ι στο Meursius (λ. ‑έρη) και σήμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange (λ. ‑ι) και σήμ. ποντ. και κυπρ.]
- 1) Μαχαίρι: