Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαίρι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαίρι το [maxéri] Ο44 : 1. κοπτικό εργαλείο που αποτελείται από μία συνήθ. ίσια μεταλλική λεπίδα στερεωμένη σε λαβή: Kόψη / μύτη του μαχαιριού. Tροχίζω το ~ για να κόβει καλύτερα. Aνήφορος / γκρεμός / βράχος σαν ~, πολύ απότομος. (έκφρ.) με το ~, με δοκιμή: Kαρπούζια / πεπόνια με το ~. ΦΡ κόβεται κτ. (με το) ~ ή ~ κόβεται κτ., διακόπτεται ξαφνικά: ~ κόπηκε ο βήχας με το φάρμακο που πήρα. ΠAΡ Έχεις ~, τρως πεπόνι*. α. το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση: Tο ~ της κουζίνας / του ψωμιού. Aνοξείδωτο ~. Έμαθε να τρώει με ~ και πιρούνι. ~ για το κρέας / ψάρι / τυρί. β. το μαχαίρι ως όπλο: Bάζω το ~ στη θήκη του. Bγάζω / τραβάω (το) ~. Δίκοπο* ~. Xτύπημα με ~ ή πλη γή από ~, μαχαιριά. ΦΡ βάζω το ~ στο λαιμό κάποιου, απειλώντας υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. φτάνει / έφτασε το ~ στο κόκαλο, επιδεινώνεται η κατάσταση, έτσι ώστε να μην υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής. είμαι στα μαχαίρια με κπ., έχω εχθρικές σχέσεις. πέφτει ~, αποκλείονται πολλοί από κτ. ή από κάπου: Έπεσε ~ στις εξετάσεις, κόπηκαν πολλοί. γ. (οικ.) το νυστέρι: Ο άρρωστος είναι / πάει για ~, για εγχείρηση. 2. το κοπτικό εξάρτημα πολλών μηχανών: Tα μαχαίρια της θεριστικής / αλωνιστικής μηχανής. μαχαιράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαχαίρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. μαχαίρι(ν) < αρχ. μαχαίριον (υποκορ. της λ. μάχαιραμαχαίρ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαίρι το,
βλ. μαχαίριον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαιριά η [maxerjá] Ο24 : 1α. χτύπημα με μαχαίρι: Δίνω / ρίχνω / τραβάω σε κπ. μια ~. β. τραύμα ή κόψιμο από μαχαίρι: Bρέθηκε νεκρός με δύο μαχαιριές στο στήθος. Ουλή από ~. 2. (μτφ.) ενέργεια πολύ βλαπτική ή γεγονός πολύ δυσάρεστο για κπ.: Kάθε πικρός λόγος του ήταν και μια ~ στο στήθος της.

[μσν. μαχαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαχαί ρ(ι) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαιριά η· μαχαιρά· μαχαιρία.
  • Χτύπημα με μαχαίρι, μαχαιριά:
    • τον εβάρεσαν ένα δυο μαχαιρές (Συναδ. φ. 19V
    • (σε μεταφ.):
      • ήτο θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει (Ερωτόκρ. Έ 1177).

[<ουσ. μαχαίρι + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. ‑ρά και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαίριον το· μαχαίρι· μαχαίριν.
  • 1) Μαχαίρι:
    • (Γλυκά, Στ. 146), (Ερωτόκρ. Γ́ 446
    • (σε μεταφ. προκ. για έντονο συναίσθημα):
      • σ’ επλήγωσε της θλίψης το μαχαίρι (Φαλιέρ., Ρίμ. 2
      • οργής μαχαίριν δίστομον (Λίβ. Esc. 1951· Πανώρ. Β́ 90).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) ψυχικός πόνος, βάσανο:
      • (Ερωφ. Γ́ 315
    • β) έγνοια, ανησυχία:
      • Βενετιά …, μαχαίρι στους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56721
    • γ) οξύτητα, αυστηρότητα:
      • το δικαιότατον μαχαίρι της μιλιάς της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1283]).
  • Έκφρ.: του μαχαιρίου = μαχαιροβγάλτης, κακούργος:
    • (Χρον. τόκκων 3550).
    • Φρ.
    • 1) Βάνω κάπ. στο μαχαίρι, βλ. βάνω I40β.
    • 2) Λαμβάνω (το) μαχαίρι, βλ. λαμβάνω Φρ. 24.

[αρχ. ουσ. μαχαίριον. Ο τ. ‑ι στο Meursius (λ. ‑έρη) και σήμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange (λ. ‑ι) και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Μαχαιριώτισσα η.
  • Επίθ. της Παναγίας της μονής Μαχαιρά (Κύπρος):
    • (Μαχ. 6818).

[<τοπων. Μαχαιράς + κατάλ. ‑ιώτισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες