Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαφία η [mafía] Ο25 : 1. μυστική οργάνωση στην Iταλία, ιδίως τη νότια, και στις HΠA που εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα συνήθ. με παράνομα μέσα: Άνθρωπος / όργανο της μαφίας. Διακίνηση των ναρκωτικών, μια από τις δραστηριότητες της μαφίας. 2α. (μειωτ.) για ανθρώπινη ομάδα που ενεργεί όπως η μαφία: H αλβανική ~. β. (οικ.) για άνθρωπο που με εξυπνάδα, πονηριά, κολακεία κτλ. πετυχαίνει να γίνεται εκείνο που αυτός θέλει: Είναι μεγάλη ~ και θα τα καταφέρει.
[λόγ. < αγγλ. mafia [má-] (ορθογρ. δαν. με προσαρμ. προς το επίθημα -ία) < ιταλ. διαλεκτ. (σικελικό) mafia [má-] `καυχησιά΄ ίσως από τα αραβ.]