Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυσωλείο το [mafsolío] Ο39 : μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα: Tο ~ του Λένιν στη Mόσχα / της Aλικαρνασσού.
[λόγ. < ελνστ. Μαυσωλεῖον (αρχ. όν. Μαύσωλος)]