Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυροπίνακας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυροπίνακας ο [mavropínakas] Ο5 : 1. πίνακας πάνω στον οποίο γράφουν με κιμωλία: Σε κάθε σχολική αίθουσα υπάρχουν θρανία, μία έδρα κι ένας ~. 2. κατάλογος προσώπων ή πραγμάτων, για τα οποία υπάρχει ορισμένη απαγόρευση ή γενικά εχθρική διάθεση· μαύρος πίνακας, μαύρη λίστα: Xώρα γραμμένη στο μαυροπίνακα του διεθνούς εμπορίου.

[λόγ. μαυρο- + πίναξ > πίνακας μτφρδ. γαλλ. tableau noir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες