Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρομάνικος, επίθ.
-
- (Προκ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή:
- (Νομοκ. 38620).
[<επίθ. μαύρος + ουσ. μανίκι(ν). Η λ. στο Du Cange (λ. μαύρος) και σήμ.]
- (Προκ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυρομάνικος -η -ο [mavrománikos] Ε5 : (ιδ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή.
[μσν. μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ι) -ος]