Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρογένης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαυρογένης επίθ.
  • Που έχει μαύρα γένια:
    • (Συναδ. φ. 71r).

[<επίθ. μαύρος + ουσ. γένι(ν). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες