Παράλληλη αναζήτηση
60 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυρο- [mavro] & μαυρό- [mavró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μαυρ- [mavr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λεξεις. 1. συνήθ. σε παρατακτικά σύνθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του μαύρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: μαυρόασπρος, ~κίτρινος, ~πράσινος. 2. με αναφορά στα μαύρα ρούχα: ~ντυμένος, ~φορεμένη. 3. σε κτητικά σύνθετα επίθετα χαρακτηρίζει αυτόν που έχει μαύρο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάλλης, ~μάτης. 4. στην κοινή ονομασία δέντρων, ζώων κτλ. μαυρέλατο· μαυρόκοτα. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Mαυροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Aσπροθαλασσίτης.
[μσν. μαυρ(ο)- θ. της λ. μαύρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μαυρο-κόρακας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυροαραχνιασμένο, μτχ. επίθ.· μαυραραχνιασμένος.
-
- Σκοτεινός και γεμάτος αράχνες:
- σπήλιο … μαυραραχνιασμένο (Ζήν. Έ 321).
[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του αραχνιάζω]
- Σκοτεινός και γεμάτος αράχνες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυρόασπρος -η -ο [mavróaspros] Ε5 : ασπρόμαυρος.
[μαυρο- + άσπρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρόβουρκον το· μαυρόβορκον.
-
- Μαύρος βούρκος:
- ο φούντος έναι μαυρόβουρκον (Πορτολ. Α 1415 κριτ. υπ).
[<ουσ. μαυρόβουρκος με αλλαγή γένους]
- Μαύρος βούρκος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρόβουρκος ο.
-
- Μαύρος βούρκος:
- (Πορτολ. Β 1818).
[<επίθ. μαύρος + ουσ. βούρκος]
- Μαύρος βούρκος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρογάζωτος, επίθ.
-
- Ραμμένος με μαύρο γαζί:
- ποκάμισα, … μαυρογάζωτο και … λαβοράδο (Βαρούχ. 16313‑14).
[<επίθ. μαύρος + γαζωτός]
- Ραμμένος με μαύρο γαζί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρογελασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Δυσοίωνος και απατηλός:
- της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 195).
[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του γελώ]
- Δυσοίωνος και απατηλός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρογένης επίθ.
-
- Που έχει μαύρα γένια:
- (Συναδ. φ. 71r).
[<επίθ. μαύρος + ουσ. γένι(ν). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που έχει μαύρα γένια:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρογενούδης, επίθ.
-
- Που έχει κάπως μαύρο γένι:
- (Συναδ. φ. 35r).
[<επίθ. μαυρογένης + κατάλ. ‑ούδης]
- Που έχει κάπως μαύρο γένι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυροδάφνη η [mavroδáfni] Ο30α : γλυκό κρασί με σκούρο κόκκινο χρώμα: Ο γιατρός τού σύστησε να πίνει ~ για να δυναμώσει.
[μαυρο- + δάφνη ίσως από ομοιότητα του καρπού της δάφνης με τις ρώγες της ποικιλίας του σταφυλιού απ΄ όπου παράγεται αυτό το κρασί]