Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυριδερός, επίθ.,
- βλ. μαυρουδερός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυριδερός -ή -ό [mavriδerós] Ε1 : που έχει σκούρο χρώμα και ιδίως γκρίζο ή ανοιχτό μαύρο: Παλιά μαυριδερά κτίρια. || για πρόσωπο με σκούρο δέρμα· (πρβ. μελαψός, μελαχρινός): Ένας ~ άνθρωπος. Mαυριδερό κορμί / πρόσωπο.
[μσν. μαυριδερός < μαύρ(ος) -ιδερός]