Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυρίζω [mavrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γίνομαι μαύρος και ιδίως πιο σκούρος από ό,τι ήμουν πριν. ANT ασπρίζω: Mαυρίζουν τα δαμάσκηνα καθώς ωριμάζουν. Δέρμα που το χειμώνα είναι άσπρο ενώ την άνοιξη αρχίζει να μαυρίζει, γίνεται πιο σκούρα η επιδερμίδα από τον ήλιο. Kάθεται με τις ώρες στην αμμουδιά για να μαυρίσει. Mαύρισε το πρόσωπό του από θυμό. ΦΡ μαυρίζει το μάτι* μου για κτ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. μαυρίζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου, για μεγάλη στενοχώρια. μου μαύρισε την καρδιά*. μαύρισε η καρδιά* μου. || κάνω κτ. ή κπ. μαύρο ή πιο σκούρο: Tον μαύρισε ο ήλιος. 2. λερώνω κτ. ή κπ. μαυρίζοντάς το(ν): Ο καπνός μαύρισε τους άσπρους τοίχους. || λερώνομαι, αποκτώ μαύρο χρώ μα: Mαύρισε ο λαιμός / ο άσπρος γιακάς του. Πρόσωπα μαυρισμένα από τον ιδρώτα και τη σκόνη. 3. για κτ. που φαίνεται μαύρο ή πιο σκούρο: Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα και ο κάμπος από τις ακρίδες. Είδε κάτι να μαυρίζει στο σκοτάδι και νόμισε ότι ήταν αγρίμι. 4. (οικ.) δεν ψηφίζω κπ., τον καταψηφίζω: Πώς να βγει βουλευτής, αφού τον μαύρισε ακόμα και η γυναίκα του! Mαυρίστηκε στις εκλογές.
[μσν. μαυρίζω < μαύρ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρίζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Μουντζουρώνω:
- την χέραν του εμαύρισεν αυτός με την μελάνην (Ιστ. Βλαχ. 2215)·
- β) (μεταφ.) αμαυρώνω:
- Λειώνω τσι δόξες και τιμές, τα ονόματα μαυρίζω (Ερωφ. Πρόλ. 17).
- α) Μουντζουρώνω:
- 2) (Μεταφ.) τιμωρώ:
- μ’ έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου (Ερωτόκρ. Γ́ 1310).
- 3) (Μεταφ.) θλίβω υπερβολικά:
- το λυπητερόν πυρ του θανατικού … όλα τα οσπίτια τα εμαύρισε (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 390).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι μαύρος, σκούρος:
- (Ερωτόκρ. Έ 1143)·
- β) φαίνομαι μαύρος:
- στολίζεσαι και είσαι άσκημος, νίβγεσαι και μαυρίζεις (Ερωτόπ. 327).
- α) Γίνομαι μαύρος, σκούρος:
- 2) Ασχημίζω:
- εμαύρισεν η γιόψη μου (Πανώρ. Δ́ 14).
- 3) (Προκ. για τον ουρανό) σκοτεινιάζω, συννεφιάζω:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1827).
- 4) Μελανιάζω:
- τα χείλη του μαυρίζου (Ερωτόκρ. Β́ 772).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Μαύρος:
- μαυρισμένον λίθος (Πικατ. 262)·
- μάτι … μαυρισμένο (Αλεξ. 237)·
- β) που λερώθηκε, που πήρε μαύρο χρώμα:
- πρόσωπον εκ το 'μα μαυρισμένο (Θησ. Ή [842]).
- α) Μαύρος:
- 2) Σκοτεινός:
- στο μαυρισμένον Άδη (Ερωτόκρ. Β́ 1166).
- 3) Μελανός:
- ξερά χείλη και μαυρισμένα (Ροδολ. Έ 219).
- 4) (Μεταφ.)
- α) Θλιβερός, λυπημένος:
- μαυρισμένο μήνυμα (Λίμπον. 470)·
- Ω μαυρισμένη μου ψυχή (Ζήν. Β́ 1)·
- β) κακός, σκληρός:
- μαυρισμένη τύχη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53814).
- α) Θλιβερός, λυπημένος:
- 1)
[<επίθ. μαύρος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.