Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυράδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυράδι το [mavráδi] Ο44α : μικρός μαύρος ή γενικά σκουρόχρωμος λεκές ή σωματίδιο πάνω σε φόντο ανοιχτού χρώματος: Mαυράδια μέσα στο γάλα / πάνω στο άσπρο πουκάμισο. || (λαϊκότρ.): Tο ~ του ματιού, η κόρη. μαυραδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μαυράδι < μαύρ(ος) -άδι]

[Λεξικό Κριαρά]
μαυράδι το.
  • Μαύρο, καμένο μέρος:
    • στο βουνί, οπὄναι το μαυράδι (Γαδ. διήγ. 199).

[<επίθ. μαύρος + κατάλ. ‑άδι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες