Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυλίζω [mavlizo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου.
[ελνστ. μαυλίζω `μαστροπεύω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυλίζω.
-
- 1) Παρασύρω, εξωθώ στην πορνεία, εκμεταλλεύομαι πόρνη:
- αμέτε και μαυλίζετε ύπανδρες και χηράδες (Σαχλ. B́ PM 645)·
- Ποθοτσουστουνιά, μαυλίζεις ή γαμιέσαι; (Σαχλ. Αφήγ. 826).
- 2)
- α) Προσελκύω σε πορνική πράξη:
- ακουμπά εις το παρεθύρι … και τους έξωθεν μαυλίζει (Συναξ. γυν. 818)·
- β) παρασύρω στην ανηθικότητα, διαφθείρω:
- τα κοπέλια εμαύλιζε (ενν. ο δάσκαλος) κι εις το κακό τα κίνα (Κατζ. Έ 285).
- α) Προσελκύω σε πορνική πράξη:
[<ουσ. μαύλις (Ησύχ.· πβ. Andr.) + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στον Ησύχ., σε σχόλ. και σήμ.]
- 1) Παρασύρω, εξωθώ στην πορνεία, εκμεταλλεύομαι πόρνη: