Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματόκλαδο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματόκλαδο το [matóklaδo] Ο41 : η βλεφαρίδα, το ματοτσίνορο.

[μσν. ομματόκλαδον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oma > toma > to-ma] < *ομματοκλάδες < ομματ- (όμμα) -ο- + ελνστ. κυλάδες αἱ (< αρχ. κύλα τά) `τα μέρη κάτω από τα μάτια΄ παρετυμ. κλαδ(ί) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
ματόκλαδο(ν) το,
βλ. ομματόκλαδο(ν).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες