Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματσούκι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματσούκι το [matsúki] Ο44α & ματσούκα η [matsúka] Ο25α : 1. μεγάλο και χοντρό ραβδί: Kρατούσε ένα ~ για να διώχνει τα σκυλιά. 2. ξυλοδαρμός, ιδίως με ματσούκι: Mόνο το ~ θα σου βάλει μυαλό. Έφαγε ένα γερό ~, τον έδειρε κάποιος.

[μσν. ματσούκι(ο)ν υποκορ. του ματσούκα < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ματσούκι το.
  • 1) Ρόπαλο, κορύνα:
    • βαστούσανέ τον και ραβδί και σφύρα και ματσούκι (Αλεξ. 676).
  • 2) (Μεταφ.) πέος:
    • το ματσούκι μου οπίσω σου (Σπανός B 163).

[<ουσ. ματσούκα + κατάλ. ‑ι(ον). Τ. ‑ιον το 10. αι. Η λ. στο Meursius (ματζούκη) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματσουκιά η [matsuká] Ο24 : χτύπημα με ματσούκι.

[μσν. ματσουκιά < ματσούκ(α) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ματσουκιά η.
  • Χτύπημα με ματσούκι:
    • ραβδιές και ματσουκιές απάνω στα πλευρά σου (Διήγ. παιδ. 170).

[<ουσ. ματσούκα ή ματσούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες