Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματσούκα η· ματσούχα·
-
- 1)
- α) Ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο, κορύνα, ρόπαλο:
- Με την ματσούκαν πολεμώ τον άνεμο να δείρω (Σαχλ. N 9)·
- β) παλούκι, πάσσαλος:
- (Προδρ. III 199).
- α) Ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο, κορύνα, ρόπαλο:
- 2) (Μεταφ.) πέος:
- γαδάρων ματσούκας (Σπανός B 129).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Παναρ. 809).
[<μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. *matteūca. Η λ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. μάτζα) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ματσουκάτος ο.
-
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα:
- Εγώ ήμην υποληπτική κι εσύ ήσουν ματσουκάτος (Προδρ. I 68).
[<ουσ. ματσούκα + κατάλ. ‑άτος. Η λ. τον 11. αι.]
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα: