Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματσαράγκα η [matsaráŋga] Ο25α & ματσαραγκιά η [matsaran
á] Ο24 : (λαϊκ.) απάτη, δόλος: Bγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του. [ιταλ. mazzaranga, mazzeranga `κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών, πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας΄· ματσαράγκ(α) -ιά]