Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματς το [máts] Ο (άκλ.) : 1. αθλητικός αγώνας μεταξύ δύο ομάδων, ιδίως ποδοσφαιρικών, ή ατόμων: Tο ~ έληξε με ισοπαλία. Οι φίλαθλοι παρακολούθησαν ένα συναρπαστικό ~. Φιλικό ~, ανεπίσημο και χωρίς βαθμολογική σημασία. 2. (προφ.) καβγάς: Είχαμε ένα ~ χτες στο γραφείο.
[αγγλ. match]
- ματς μουτς [máts múts] (άκλ.) : (προφ., οικ.) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του φιλιού: Aγκαλιάστηκαν και ~ φιλήθηκαν. || (ως ουσ.) τα ματς μουτς, τα φιλιά: Mόλις συναντιούνται αρχίζουν τα ~.
[ηχομιμ. (πρβ. μα ουσ.)]
- μάτσα η.
-
- Ρόπαλο:
- η μάτσα εις την κεφαλήν τους πελλούς (Ξόμπλιν φ. 135r).
[<ιταλ. mazza. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 50, Χατζ., Λεξ.)]
- Ρόπαλο:
- ματσακάνα η.
-
- Μεγάλο χαλίκι, πέτρα μέσου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα:
- έκτισάν το (ενν. το τειχόκαστρον) με πηλόν και ματσακάνες (Μαχ. 36227).
[<διαλεκτ. ιταλ. mazzacane. Λ. ματζακάνος ο ιδιωμ. (Χυτήρης). Η λ. και τ. ‑γκά‑ σήμ. κυπρ.]
- Μεγάλο χαλίκι, πέτρα μέσου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα:
- ματσάκι το.
-
- Μικρή δέσμη:
- ένα αλυσίδι ματσάκι (Διαθ. 17. αι. 796).
[<ουσ. μάτσο + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- Μικρή δέσμη:
- ματσαράγκα η [matsaráŋga] Ο25α & ματσαραγκιά η [matsaran
á] Ο24 : (λαϊκ.) απάτη, δόλος: Bγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του. [ιταλ. mazzaranga, mazzeranga `κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών, πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας΄· ματσαράγκ(α) -ιά]
- μάτσιν το.
-
- Είδος σούπας από ζυμαρικά:
- (Σπανός B 30).
[<τουρκ. tutmaç· κατά Καραποτόσογλου 2000: 105-6 <τουρκ. ǧmaç/omaç. Η λ. και τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., κ.α.)]
- Είδος σούπας από ζυμαρικά:
- μάτσο το [mátso] Ο39 : 1. σύνολο από όμοια και συνήθ. επιμήκη αντικείμενα δεμένα ή στερεωμένα έτσι ώστε να εφάπτονται, να είναι στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση και συνήθ. να είναι δυνατό να κρατηθούν με το ένα χέρι· (πρβ. δέσμη): Ένα ~ κρεμμυδάκια / πράσα / χιλιάρικα. 2. μεγάλο πλήθος: Γνώρισα ένα ~ τέτοιους παλιανθρώπους. ΦΡ ένα ~ χάλια, για πολύ κακή κατάσταση. || (ως επίρρ.): Έβγαλε από την τσέπη του ~ τα χιλιάρικα.
ματσάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ κλωστές για κέντημα. [μσν.(;) μάτσο < ιταλ. mazzo]
- ματσό [matsó] Ε (άκλ.) : (προφ.) που έχει πολλά χρήματα· ματσωμένος: Πρέπει να είναι αρκετά ~ για να κυκλοφορεί με τέτοιο αμάξι. || (ως ουσ.): Ήρθαν κάτι ~ και έκαναν φιγούρα.
[σύντμ. του ματσ(ωμένος) -ό]
- μάτσο το.
-
- Δέσμη από όμοια πράγματα:
- είκοσι μάτσα σουπίες (Σεβήρ., Σημειώμ. 78δ).
[<βεν. mazzo. Η λ. στο Somav. (‑τζο) και σήμ.]
- Δέσμη από όμοια πράγματα: