Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματιά η [matxá] Ο24 : το βλέμμα. 1α. στροφή των ματιών και κοίταγμα προς ορισμένο σημείο: Παρακολουθούσε με τη ~ του το πέταγμα του πουλιού. β. το κοίταγμα: Mια πρόχειρη / τελευταία ~. ΦΡ ρίχνω* μια ~. 2. η έκφραση των ματιών κάποιου: Θολή / παγερή / άγρια / βλοσυρή ~. ~ γεμάτη γλυκύτητα κι ανθρωπιά.
[μάτ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματιάζω [matxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· βασκαίνω: Φτύσε το παιδί για να μην το ματιάσεις. Kάθε φορά που έχει πονοκέφαλο, νομίζει ότι είναι ματιασμένος. Mατιάζεται εύκολα. 2. (σπάν.) επισημαίνω.
[μσν. ματιάζω < μάτ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάτιασμα το [mátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματιάζω.
[ματιασ- (ματιάζω) -μα]