Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματαιόφρων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ματαιόφρων, επίθ.
  • Ανόητος:
    • Οράς την ματαιόφρονα ορμήν της αβουλίας; (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1474).

[μτγν. επίθ. ματαιόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες