Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματαιότητα η [mateótita] Ο28 : η ιδιότητα του μάταιου: H ~ της ζωής / των ανθρώπινων πραγμάτων. (απαρχ. έκφρ.) ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης, για να τονιστεί η προσωρινότητα των εγκοσμίων.
[λόγ. < ελνστ. ματαιότης, αιτ. -ητα]