Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασόνος ο [masónos] Ο18 : 1. αυτός που ανήκει στη μασονίαα. 2. (μειωτ.) ο άθρησκος. || άνθρωπος που δρα με μυστικότητα.

[ιταλ. masson(e) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες