Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστός ο [mastós] Ο17 : (ανατ.) 1α. το όργανο των γυναικών και των θηλυκών θηλαστικών ζώων που παράγει το γάλα: Kαρκίνος / αφαίρεση του μαστού. β. το εξωτερικό τμήμα του μαστού· βυζί: H θηλή του μαστού. Οι μαστοί των ζώων. Ο ~ της γυναίκας, στήθος. Γυναίκα με μεγάλους μαστούς. Προσθετική μαστού. 2. τα αντίστοιχα υποτυπώδη όργανα των αντρών και των αρσενικών θηλαστικών ζώων.
[λόγ. < αρχ. μαστός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστός ο· μασθός.
-
- Μαστός:
- (Διγ. Z 3597), (Δούκ. 3677).
[αρχ. ουσ. μαστός. Ο τ. μτγν. Η λ. και σήμ.]
- Μαστός: