Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστροχαλαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστροχαλαστής ο [mastroxalastís] Ο7 : (ειρ.) γι΄ αυτόν που, χωρίς να έχει τις απαραίτητες ικανότητες, προσπαθεί συνεχώς να επισκευάζει κτ. ή να κατασκευάζει κτ. αλλά οι ενέργειές του φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.

[μαστρο- + χαλαστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες