Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστραπάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστραπάς ο [mastrapás] Ο1 : (λαϊκότρ.) μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. μαστραπαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαστραπάς ο· μαστραμπάς.
  • Είδος μεγάλου μεταλλικού ποτηριού με λαβή:
    • έπαρον άλαλον νερό εις μαστραπάν (Ιατροσόφ. 756).

[<τουρκ. maşrapa. Η λ. το 13. αι., στο Meursius (λ. μάστραπα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες