Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστούρα 1 η [mastúra] Ο25α : (λαϊκ.) το μαστούρωμα: Έπεσε στη ~.

[μαστούρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες