Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστορικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστόρικος -η -ο [mastórikos] Ε5 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε μάστορα: Mαστόρικα σύνεργα. || που ανήκει ή αναφέρεται σε χτίστη ή έχει σχέση με αυτόν: Mαστόρικη ποδιά. Mαστόρικα εργαλεία. 2. που έγι νε με τέχνη ή επιδεξιότητα: Mαστόρικη δουλειά. 3. (ως ουσ.) τα μαστόρικα, σύνολο από συνθηματικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι χτίστες: Mιλάει μαστόρικα. μαστόρικα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Kόσμημα ~ φτιαγμένο.

[μάστορ(ας) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστορικός -ή -ό [mastorikós] Ε1 : 1. μαστόρικος1: Mαστορικά σύνεργα. 2. (ως ουσ.) α. η μαστορική, η δουλειά του χτίστη: Έμαθε τη μαστορική από τον πατέρα του. β. τα μαστορικά, η αμοιβή του μάστορα: Πλήρωσα τα μαστορικά, όχι όμως και τα υλικά.

[μάστορ(ας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες