Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστόρια τα [mastórja] Ο44α : (προφ.) οι μάστορες.
[μάστορ(ας) πληθ. -ια κατά τα αδέρφια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστοριά η [mastorjá] Ο24 : μεγάλη ικανότητα ή επιδεξιότητα: Δουλειά που χρειάζεται πολλή ~. Bάζο καμωμένο με πολλή ~. || καλαισθησία.
[μσν. μαστορία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μάστορ(ας) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστορία η· μαστοργά· μαστοριά.
-
- 1)
- α) Τέχνη, επιμέλεια, δεξιοτεχνία:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 394), (Β́ 525)·
- Ήτον εκείνη η ζγουραφιά με μαστοριά μεγάλη (Ερωτόκρ. Ά 1493)·
- β) επιδεξιότητα (σώματος, χεριού, κλπ.):
- στη μαστοριά της σάλπιγγας είχαν μεγάλη χάρη (ενν. οι καβαλάροι) (Ερωτόκρ. Β́ 386· Φορτουν. Δ́ 318).
- α) Τέχνη, επιμέλεια, δεξιοτεχνία:
- 2) Ομάδα στρατιωτών:
- ο καπετάνος … επήρεν μετά του δ́ μαστοριές (ενν. τζακρατόρους) (Μαχ. 10015).
[<ουσ. μάστορας + κατάλ. ‑ία. Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1)