Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστορεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστορεύω [mastorévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. ασχολούμαι ιδίως ερασιτεχνικά με κτ. κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντάς το: ~ το ρολόι / το ραδιόφωνο. Διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία κι όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι του. 2. (προφ.) φτιάχνω ή προετοιμάζω κτ. με τέχνη: Εσύ τα μαστόρεψες αυτά; ρώτησε με θαυμασμό.

[μσν. μαστορεύω < μάστορ(ας) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαστορεύω· μαστορεύγω.
  • I. (Ενεργ.) κάνω κ. με τέχνη και επιδεξιότητα:
    • (Αλεξ. 2338
    • (αμτβ.):
      • Ο Πόθος εμαστόρευγε κι Έρωτας τσ’ αρμηνεύγει (Ερωτόκρ. Γ́ 405).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1) Ενεργώ, φέρομαι με επιτηδειότητα:
      • πολιτική … ωσάν μαστορευθεί, βάνει τον (ενν. τον πελελό) όπου θέλει (Σαχλ. N 321).
    • 2) Συναγωνίζομαι με κάπ.:
      • Όλοι μου οι καβαλλάρηδες … είναι ουδετίποτες, όντα … να τον μαστορευτούν (Μαχ. 5724).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) (Καλά) εξασκημένος:
      • στρατιώτες αντρειωμένους … καλά μαστορεμένους; (Ερωτόκρ. Δ́ 1454
    • β) ικανός, επιτήδειος:
      • για το καστέλλιν ήτονε (ενν. ο τζενιούρης) πολλά μαστορεμένος (Θρ. Κύπρ. 818).

[<ουσ. μάστορας + κατάλ. ‑εύω. Η λ. στο Du Cange (‑ειν, λ. μαγίστερ) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες