Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστιγώνω [mastiγóno] -ομαι Ρ1 : 1. χτυπώ πολλές φορές κπ. με μαστίγιο ή με άλλο σχετικό αντικείμενο: Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να μαστιγώνουν τους καταδίκους πριν τους εκτελέσουν. Έβγαλε τη ζώνη του κι άρχισε να μαστιγώνει το παιδί. 2α. χτυπώ συνεχώς και με δύναμη κπ. ή κτ.: Ο δυνατός άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπό μου. β. (μτφ.) κατηγορώ ή κριτικάρω έντονα κπ. ή κτ.: Πολιτικός / συγγραφέας / βιβλίο που μαστιγώνει τις κοινωνικές αδικίες. Mαστιγώνει με τα λόγια του.
[λόγ. < αρχ. μαστιγ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστιγώνω.
-
- Χτυπώ κάπ. με μαστίγιο, ραβδίζω:
- μ’ αυτείνο (ενν. το ραβδί) να σε δέρνουσι και να σε μαστιγώνουν (Αλεξ. 684).
[αρχ. μαστιγόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Χτυπώ κάπ. με μαστίγιο, ραβδίζω: