Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστίχη η· μαστίχα.
-
- α) Μαστίχα:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5194)·
- β) γλυκό από μαστίχα·
- (εδώ σκωπτικά):
- γραίας πορδή μαστίχα σου (Σπανός A 499).
- (εδώ σκωπτικά):
[μτγν. ουσ. μαστίχη. Ο τ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Μαστίχα: