Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαστίγωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστίγωση η [mastíγosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαστιγώνω· μαστίγωμα: H ~ ήταν συνηθισμένη ποινή κατά την αρχαιότητα.

[λόγ. < ελνστ. μαστίγω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες