Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστίγιο το [mastíjio] Ο40 : 1α. αντικείμενο που αποτελείται από μία λα βή, στην οποία είναι προσαρμοσμένη η άκρη ενός ή περισσότερων χοντρών σκοινιών ή δερμάτινων λουρίδων, και χρησιμοποιείται για το χτύπημα ζώων ή ανθρώπων· βούρδουλας, καμουτσίκι. ΦΡ με το ~, με την άσκηση ή την απειλή βίας. β. (βιολ.) νηματοειδής απόφυση κυττάρων. 2. (μτφ.) για έντονη κατηγορία ή κριτική σε κπ.: Tο ~ του εισαγγελέα / του δημοσιογράφου.
[λόγ. < ελνστ. μαστίγιον, υποκορ. του αρχ. μάστιξ (δες στο μάστιγα)]