Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστέλο το [mastélo] Ο39 : (λαϊκότρ.) μεγάλος κουβάς.
[αντδ. < ιταλ. mastello < μσνλατ. mastellus < μσν. μαστός `ποτήρι΄ (< αρχ. μαστός)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αντδ. < ιταλ. mastello < μσνλατ. mastellus < μσν. μαστός `ποτήρι΄ (< αρχ. μαστός)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |