Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαστάρι το [mastári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο μαστός των ζώων: Tα μαστάρια της κατσίκας / της αγελάδας. || (μειωτ.) για το γυναικείο μαστό, ιδίως όταν είναι μεγάλος και πλαδαρός: Είχε κάτι μαστάρια μέχρι εκεί κάτω.
[μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστάριν το.
-
- Μαστός ζώου:
- δος με ολίγον έντερον, δος με δαμίν μαστάριν (Προδρ. III 273-6 χφ Ρ κριτ. υπ).
[<παλαιότ. ουσ. μαστάριον (4. αι., L‑S). T. ‑ι, κ.ά. σήμ. λαϊκ. - ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ποντ. Πβ. και μουσταριά]
- Μαστός ζώου: