Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασουλώ [masuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & μασουλίζω [masulízo] -ομαι Ρ2.1 : μασάω κτ. επί πολλή ώρα, αργά και συνήθ. με κλειστό στόμα: Όλη τη μέρα της αρέσει κάτι να μασουλάει. Tα άλογα μασούλιζαν το σανό τους. || (επέκτ.): Mασουλάει το μουστάκι του.
[μασ(ώ) -ουλίζω & μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μασουλισ-]