Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασκότ η [maskót] Ο (άκλ.) : αντικείμενο που θεωρείται ότι μπορεί να φέρει ευτυχία ή γούρι. || (επέκτ.) το σύμβολο: H ~ των ολυμπιακών αγώνων της Aτλάντα.
[λόγ. < γαλλ. mascotte]