Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασκοφόρος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκοφόρος -α -ο [maskofóros] Ε4 : (για πρόσ.) που φοράει μάσκα. || (ως ουσ.) ο μασκοφόρος: Ένοπλοι μασκοφόροι λήστεψαν τράπεζα σε κεντρικό σημείο της πόλης.

[λόγ. μάσκ(α) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες