Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασκαρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαρεύω [maskarévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. ντύνω κπ. με αποκριάτικο κουστούμι, τον μεταμφιέζω: Όλοι πήγαν μασκαρεμένοι στο χορό. 2. (μτφ.) μεταμορφώνω κπ. ή κτ., έτσι ώστε συνήθ. να έχει παράξενη ή γελοία εμφάνιση: Φόρεσε παρδαλό κουστούμι και γραβάτα κι έτσι μασκαρεμένος πήγε να βρει τους φίλους του.

[ενεργ. < μσν. μασκαρεύομαι < μασκα ρ(άς) 1 -εύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες