Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασιά η [masxá] Ο24 : σιδερένια λαβίδα: α. με την οποία πιάνουν τα αναμμένα κάρβουνα. β. που χρησιμοποιείται στην κομμωτική: Mε την πυρακτωμένη ~ τής έκανε μπούκλες τα μαλλιά.
[τουρκ. maşa (αραβ. mihassa) με ανάλ. του ş σε sι]