Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασέλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασέλα η [maséla] Ο25α : 1. η τεχνητή οδοντοστοιχία: Bάζω / βγάζω τη ~ μου. Xάλασαν όλα τα δόντια του κι αναγκάστηκε να περάσει / να βάλει μασέλες. 2. η οδοντοστοιχία. ΦΡ τρώει* με δύο / δέκα μασέλες. || (επέκτ.) η σιαγόνα.

[μσν. μασέλα < ιταλ. mascella]

[Λεξικό Κριαρά]
μασέλα η.
  • 1) Σαγόνι:
    • αδόντι στη μασέλα (Πανώρ. Γ́ 291).
  • 2) Μάγουλο:
    • Ήδωκεν ο Πιστόφορος εις τη ζερβή μασέλα του Κυπριώτη κονταρά (Ερωτόκρ. Β́ 1807).

[ιταλ. mascella - βεν. massela. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες