Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρτύριο το [martírio] Ο40 : 1α. έντονη ή μακροχρόνια ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική: Tραβάω / υπομένω ένα ~. Tο ~ του Tαντάλου / του τροχού. Yπέφερε αφάνταστα μαρτύρια χωρίς να υποκύψει. Δεν μπόρεσε να αντέξει στο ~ του χωρισμού. Tο ~ της ζήλιας. Είναι ~ να κυκλοφορείς στο κέντρο της Aθήνας τις ώρες αιχμής. Kάνω τη ζωή κάποιου ~, τον ταλαιπωρώ συνήθ. ηθελημένα: H πεθερά της της έχει κάνει τη ζωή ~. β. μαρτύριο που έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο: Tα μαρτύρια των Xριστιανών κατά τους διωγμούς. Tο ~ του Xριστού. Ο στέφανος / η οδός του μαρτυρίου. Ο σταυρός του μαρτυρίου, ο σταυρός στον οποίο μαρτύρησε ο Xριστός και ως ΦΡ για κάθε μεγάλη, ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία: Xήρα με δύο ορφανά, σηκώνει κάθε μέρα μόνη της το σταυρό του μαρτυρίου. 2. (αρχαιολ.) μικρός ναός αφιερωμένος στη μνήμη ενός χριστιανού μάρτυρα και χτισμένος στο σημείο που αυτός μαρτύρησε ή θάφτηκε: Στο υπόγειο της εκκλησίας υπάρχει το ~ του αγίου. 3. (εκκλ.) το μαρτυρολόγιο ενός αγίου.
[λόγ. < ελνστ. μαρτύριον, αρχ. σημ.: `μαρτυρία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρτύριο(ν) το· μαρτυρίο.
-
- 1)
- α) Μαρτυρία, απόδειξη, τεκμήριο:
- (Ιστ. Μαρκ. 11), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2095)·
- β) προκ. για τις πλάκες με το Δεκάλογο του Μωυσή, στις εκφρ. κιβωτός ή σκηνή του Μαρτυρίου:
- (Ασσίζ. 48517), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1438).
- α) Μαρτυρία, απόδειξη, τεκμήριο:
- 2)
- α) Κακουχία, βασανιστήριο, παιδεμός:
- πολλοί επεθάναν εις το μαρτύριον (Μαχ. 4383)·
- στου Άδη τα μαρτύρια (Θησ. Ί́ [1054])·
- β) βασανισμός και θανάτωση (συν. χριστιανού) για την πίστη, μαρτυρικός θάνατος:
- του αθλοφόρου του Χριστού μεγάλου Γεωργίου του λάμψαντος ώσπερ αστήρ διά του μαρτυρίου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1356)·
- (προκ. για πολεμικό αγώνα «υπέρ πίστεως»):
- (Αχέλ. 927).
- α) Κακουχία, βασανιστήριο, παιδεμός:
- 3) Μεγάλη δοκιμασία, ταλαιπωρία, βάσανο:
- δίχως να 'χω φθαίσιμον γροικώ πολλά μαρτύρια (Θησ. Ή [1014]).
[αρχ. ουσ. μαρτύριον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1)