Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρτυρώ.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Δίνω μαρτυρία ή απόδειξη για κ., επιβεβαιώνω:
- (Ασσίζ. 7713), (Μαχ. 53831)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Ζήν. Δ́ 370).
- 2) Φέρνω για μάρτυρα, επικαλούμαι:
- εμαρτύρησα εις εσάς σήμερα τον ουρανό και την ηγή (Πεντ. Δευτ. XXX 19· Διγ. Z 409).
- 3)
- α) Βεβαιώνω, ομολογώ κ.:
- πάντα θέλω μαρτυρά τσι χάρες του κορμιού σου (Ερωτόκρ. Β́ 2023)·
- β) αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάπ. ή κ.:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2052)·
- όλοι με μαρτυρούσινε την σήμερο για tale (Κατζ. Β́ 218· Σφρ., Χρον. Η 8022).
- α) Βεβαιώνω, ομολογώ κ.:
- 4)
- α) Αποκαλύπτω, φανερώνω:
- η γλώσσα τούτη μαρτυρά πάντα αληθοσύνη (Ζήν. Δ́ 237)·
- (προκ. για μαντεία):
- μαρτυρούσι τ’ άστρα ό,τι θα πάθου οι χώρες μας (Ζήν. Ά 157)·
- β) κατονομάζω:
- είπεν και μαρτυρά τους εκείνους τους πανάπιστους που τον εσυμβουλέψαν (Χρον. Μορ. H 673)·
- γ) γνωστοποιώ, ανακοινώνω:
- είπεν ο κύριος πρός τον Μωσέ· κατάβα, μαρτύρησε εις το λαό πρόσποτε να χαλάσουν … (Πεντ. Έξ. XIX 21)·
- (με σύστ. αντικ.):
- μαρτυρημό εμαρτύρησεν εις εμάς ο ανήρ (Πεντ. Γέν. XLΙΙΙ 3).
- α) Αποκαλύπτω, φανερώνω:
- 5) Καταγγέλλω, κατηγορώ:
- αποστάτην γάρ αυτόν εμαρτύρει (Ιστ. Ηπείρ. XXIV4).
- 6) (Προκ. για έπαινο, κ.τ.ό.)
- α) αποδίδω, απονέμω:
- ευχαριστά τον διά την τιμήν και έπαινος άπερ του εμαρτύρα (Χρον. Μορ. H 1889)·
- β) κοινοποιώ:
- Ω Κρήτη, … τον έπαινόν σου μαρτυρώ (Διακρούσ. 1124).
- α) αποδίδω, απονέμω:
- 7) Φημίζω:
- Κρήτη, όλοι σε είδασι … κι όλοι σε μαρτυρούσιν (Διακρούσ. 11218).
- 8) Δίνω τίτλο, ονομάζω, ανακηρύσσω:
- πρώτον τε καπετάνιον πάσι μαρτύρησέ τον (Κορων., Μπούας 91).
- 9)
- α) Υποβάλλω σε βασανιστήρια· ταλαιπωρώ:
- (Μαχ. 24810)·
- διατί την μαρτυρείς, άνθρωπε, την ψυχή μου (Λίβ. Sc. 593)·
- β) (προκ. για άγιο) θανατώνω με βασανιστήρια:
- (Λίμπον. 356).
- α) Υποβάλλω σε βασανιστήρια· ταλαιπωρώ:
- 1) Δίνω μαρτυρία ή απόδειξη για κ., επιβεβαιώνω:
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Είμαι μάρτυρας, παρέχω μαρτυρία:
- (Βακτ. αρχιερ. 170), (Συναδ. φ. 39r)·
- β) (προκ. για μάρτυρες της χριστιανικής πίστης):
- οι πιστοί σου … με το αίμα τους διά την αλήθειάν σου να μαρτυρήσουν (Χριστ. διδασκ. 440).
- α) Είμαι μάρτυρας, παρέχω μαρτυρία:
- 2)
- α) Βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω:
- άφτει καρδιά μου μαρτυρώντα (Κυπρ. ερωτ. 610)·
- β) (προκ. για άγιο) υφίσταμαι μαρτυρικό θάνατο, αθλώ:
- (Μαχ. 3220)·
- τους μαρτυρήσαντας … υπέρ Χριστού (Προδρ. III 288).
- α) Βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω:
- 1)
- Ά Μτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1)
- α) (Συν. με κατηγ.) αποδεικνύομαι (με μάρτυρες ή τεκμήρια):
- ο σερ Μαρκ ένι ένοχος κλέπτης μαρτυρούμενος (Ασσίζ. 19415)·
- για πελελή εις όλους μαρτυράται (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [967])·
- β) (ως τριτοπρόσ.) αποδεικνύεται με μαρτυρίες, τεκμηριώνεται:
- μαρτυράται καλά ότι εκείνος εποίκεν τό βάνουν επάνω του (Ασσίζ. 20914).
- α) (Συν. με κατηγ.) αποδεικνύομαι (με μάρτυρες ή τεκμήρια):
- 2) Επιβεβαιώνομαι, τεκμηριώνομαι:
- καλά ένι μαρτυρημένον πράγμαν (Ασσίζ. 2795).
- 3) Αποκαλύπτομαι, γίνομαι φανερός:
- αν γράψω κι αν ουδέν γράψω, η αλήθεια μαρτυράται (Γεωργηλ., Θαν. 617).
- 4) Βασανίζομαι, υποφέρω:
- Τίνας … έζησεν γοιον εμέν μαρτυρημένος; (Κυπρ. ερωτ. 9345).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ξακουστός, φημισμένος, περιώνυμος:
- Ω παλληκάρια μου 'κλεκτά, άνδρες μαρτυρημένοι (Κορων., Μπούας 136)·
- η Τρόγια …, χώρα μαρτυρημένη (Φορτουν. Ιντ. γ́ 9).
- 2) Βασανισμένος, ταλαίπωρος, μαρτυρικός:
- θέλεις να τελειώσεις την μαρτυρημένη ζων μου (Κυπρ. ερωτ. 11841).
- 1) Ξακουστός, φημισμένος, περιώνυμος:
[αρχ. μαρτυρέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρτυρώ 1 [martiró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : δίνω μια πληροφορία. 1. αναφέρω ότι κτ. υπάρχει ή συνέβη: Σλαβικές επιδρομές στον ελληνικό χώρο μαρτυρούνται από τον 6ο μ.X. αι. 2α. βεβαιώνω ή αποδει κνύω κτ.: Yπάρχουν κάποιες ενδείξεις που μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής σε άλλα ουράνια σώματα. β. (φιλολ., παθ.) αποδεικνύεται η ύπαρξή μου: Mαρτυρημένος γραμματικός τύπος. ANT αμάρτυρος. 3. φανερώνω, γνωστοποιώ κτ. μυστικό ή άγνωστο: Aλίμονό σου, αν μαρτυρήσεις! Aυτά που σου είπα να μην τα μαρτυρήσεις σε κανέναν.
[3: αρχ. μαρτυρῶ· 1, 2: λόγ. < αρχ. μαρτυρῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρτυρώ 2 Ρ10.11α : υφίσταμαι μαρτύρια. α. ταλαιπωρούμαι πολύ: Mαρτύρησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Θα μαρτυρήσεις, αν πέσεις στα χέρια μου. β. πεθαίνω με μαρτυρικό θάνατο: Ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε και θάφτηκε στη Θεσσαλονίκη. Mαρτύρησε για την πίστη / για την ιδεολογία του.
[ελνστ. μαρτυρῶ < αρχ. μαρτυρῶ (δες μαρτυρώ 1) με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μάρτυς (δες μάρτυρας 2)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρτυρώνω.
-
- Δίνω μαρτυρία, επιβεβαιώνω·
- (εδώ μέσ. τριτοπρόσ.) αποδεικνύεται με μάρτυρες· εξακριβώνεται, βεβαιώνεται:
- θέλει μαρτυρωθεί να μην κάνουσι το άνωθε μνημόσυνο (Διαθ. 17. αι. 740).
- (εδώ μέσ. τριτοπρόσ.) αποδεικνύεται με μάρτυρες· εξακριβώνεται, βεβαιώνεται:
[<μαρτυρώ αναλογ. με ρ. σε ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ.]
- Δίνω μαρτυρία, επιβεβαιώνω·